Αύγουστος, μήνας διακοπών. Κι εγώ, μετά από μια κουραστική χρονιά, βρίσκομαι στη μαγευτική Σαντορίνη!
Ξαπλωμένη σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, μ’ ένα παγωμένο χυμό φρούτων στο χέρι και υπό τους ήχους κλασικής μουσικής, απολαμβάνω το ηλιοβασίλεμα στο αγαπημένο μου ειδυλλιακό café στην Καλντέρα. Απέναντί μου το ηφαίστειο. Τα μαύρα βράχια από λάβα ορθώνονται επιβλητικά μέσα από το βαθύ μπλε της θάλασσας, κάνοντας το τοπίο να μοιάζει σχεδόν απόκοσμο. Ένα καραβάκι διασχίζει τα ήρεμα νερά της καλντέρας, αφήνοντας πίσω του μια λεπτή, άσπρη γραμμή. Γλάροι φτερουγίζουν γύρω από το κατάρτι του, χορεύοντας στο δικό τους ρυθμό. Όλα μοιάζουν γαλήνια και ειρηνικά! Και τότε στο νου μου αρχίζουν να ζωντανεύουν εικόνες από το μακρινό παρελθόν, από εκείνη την τρομερή έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, πριν από τρεισήμισι χιλιάδες περίπου χρόνια.
Κλείνω τα μάτια μου και φαντάζομαι τις σκηνές εκείνες τις ώρες της καταστροφής. Αλλεπάλληλοι σεισμοί σείουν το νησί, λάβα αναβλύζει από τα έγκατα της γης, ο αέρας μυρίζει θειάφι. Ο κόσμος εγκαταλείπει βιαστικά τα σπίτια του, παίρνοντας μαζί του μόνο ό,τι μπορεί να κουβαλήσει, ξέροντας ότι είναι η τελευταία φορά που βλέπει την πόλη του. Οικογένειες πιασμένες σφικτά από το χέρι στοιβάζονται στο λιμάνι, ψάχνοντας να βρουν τρόπο να φύγουν. Μανάδες, σφίγγοντας τα μωρά στην αγκαλιά τους, κλαίνε βουβά, αποχαιρετώντας το νησί που τόσα χρόνια τους φρόντιζε. Στα μάτια όλων είναι ζωγραφισμένη η θλίψη και ο φόβος. Η Σαντορίνη, η Θήρα όπως τη λένε, χάνεται. Και μαζί της χάνεται κι ένας ολόκληρος πολιτισμός!
Η φωνή της Μαρίας Κάλλας με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ανοίγω τα μάτια και ρίχνω ένα βλέμμα γύρω μου. Στο διπλανό τραπεζάκι ένα ζευγαράκι κοιτάζεται τρυφερά στα μάτια. Τα μπλουζάκια τους γράφουν «newlyweds». Ο ήλιος έχει πλέον δύσει κι εγώ σηκώνομαι και παίρνω το ανηφορικό δρομάκι προς την κορυφή της Καλντέρας. Φτάνω στο ψηλότερο σημείο και χάνομαι μέσα στη θέα! Όλα είναι υπέροχα, μαγικά! Από εδώ μπορώ να διακρίνω στη θάλασσα τα φωτισμένα καράβια που φέρνουν κόσμο στο νησί. Σπίτια και μαγαζιά λάμπουν στο τελευταίο φως της μέρας. Τα κάτασπρα στενά σοκάκια πλημμυρίζουν από κόσμο που κάνει βόλτα, γελάει, χαίρεται τη ζωή. Μπορώ να μυρίσω το φρέσκο ψάρι που μαγειρεύουν στις ταβέρνες. Σε μια αυλή κάποιοι χορεύουν και τραγουδούν νησιώτικα τραγούδια.
Στρέφω το βλέμμα μου πάλι στα ήρεμα νερά της καλντέρας. Ένας αρχαίος κόσμος βρίσκεται βυθισμένος στα νερά αυτά όπου εμείς σήμερα κολυμπάμε. Να είναι άραγε αυτή η χαμένη πόλη της Ατλαντίδας που αναφέρει ο Πλάτωνας; Πώς χάθηκαν τόσα πολλά μέσα σε τόσο λίγο χρόνο; Σ’ αυτή τη γη, όμως, που κάποτε η καυτή λάβα έψαχνε αλύπητα ν’ αγκαλιάσει τα σπίτια , σήμερα περπατούν πάλι άνθρωποι όλων των ηλικιών: παιδιά που τρέχουν στα σοκάκια παίζοντας κρυφτό, νέοι που παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους, γέροι που καμαρώνουν για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Οι άνθρωποι δεν έπαψαν ποτέ να δημιουργούν και να ελπίζουν! Ακόμα κι αν μια ηφαιστειακή έκρηξη ισοπέδωσε έναν ολόκληρο πολιτισμό, έρχεται πάντα μια γενιά που δεν πτοείται, που δεν παύει να ονειρεύεται και να ελπίζει. Εμείς!