Δεν θυμάμαι πώς με λένε. Ξεχνάει κανείς τ’ όνομά του, έχοντας ζήσει τριανταεφτά χειμώνες στο πεζοδρόμιο - ω, ναι, αυτό το μέτρημα δεν ξεχνάει να το κάνει. Είναι το μόνο του επιχείρημα, όταν ο εαυτός του, ή κάποιος άλλος άνθρωπος σπανιότερα, τον ρωτούν:
“Γιατί χαμογελάς;”
“Πού είναι το δεξί σου αυτί, και ο παράμεσος του αριστερού χεριού σου;”
“Γιατί δεν αυτοκτονείς;”
Γιατί τριανταεφτά χειμώνες τώρα, κύριοι, τα καταφέρνω. Επιβιώνω. Και τις μέρες που πέφτει στα χέρια μου ένα πιάτο φαΐ παραπάνω, και με βαστάνε τα πόδια μου κι ο κόσμος φαντάζει καλοσυνάτος και λαμπερός μες στην αδικία του, ω, εκείνες τις μέρες η ευτυχία που νιώθω δεν είναι ένα κάλπικο δημιούργημα για να μη χάσω τα λογικά μου, όχι. Εκείνες τις μέρες παίρνω το τενεκεδάκι και την τραγιάσκα μου - που μπορεί, λιωμένη απ’ τη βροχή και το καυσαέριο καθώς είναι να μη θυμίζει τραγιάσκα - και περπατάω ως την Πλάκα.
Α, πόσο μ’ αρέσει να τριγυρνώ στην Πλάκα. “Τι γραφική που είναι!” ακούω να χαζογελούν τα ζευγαράκια κι οι οικογένειες. Συμφωνώ μαζί τους σιωπηλά, κι αν λάχει και κάποιος απ’ όλους αυτούς ρίξει κάνα δυο κέρματα στο τενεκεδάκι μου, τον χαιρετώ με μία από τις υποκλίσεις που έχω δει στα κλεφτά να κάνουν οι ιππότες στις πριγκίπισσες, στην οθόνη του θερινού σινεμά του Θησείου. “Να σας έχει η Ακρόπολη καλά” τους λέω και τους στέλνω στο καλό, κι ας μην καταλαβαίνουν πολλοί απ’ αυτούς τη γλώσσα μας.
Όμως δεν είναι η σκιά του Παρθενώνα και τα πλακόστρωτα στενά αυτά που με τραβούν στην Πλάκα τις μέρες που ζω στ’ αλήθεια. Δεν είναι καν οι περιπλανώμενοι μουσικοί, με τα μπουζούκια και τα βιολιά και τα ακορντεόν και τις λατέρνες τους, σύντροφοί μου κατά ένα τρόπο λιγότερο οδυνηρό, που γεμίζουν τη νύχτα με μελωδίες, τους περαστικούς με χαμόγελα και την καρδιά μου με ελπίδα.
Όλα αυτά είναι υπέροχα, μα δεν φτάνουν.
Αυτό που αγαπώ, κι αυτό που με ολοκληρώνει, είναι το παρελθόν που εξακολουθεί να κυβερνάει τούτη ‘δω τη γειτονιά. Η ψευδαίσθηση πως όταν θα ‘μαι πια χορτασμένος από εικόνες κι από μουσικές, θα κατέβω στο Μοναστηράκι και δεν θα υπάρχουν αυτοκίνητα και έγκλημα και μαύροι καπνοί - μονάχα άνθρωποι.
Η Πλάκα νανουρίζει τον πόνο και τον λιμό που θα ‘ρθουν κι απόψε να μ’ αδράξουν. Είναι η ομορφότερη και η πιο πειστική ψεύτρα. Ανασαίνω τον αέρα της, και σε κάθε ρουφηξιά γυρνάω κι από ένα χρόνο πίσω. Σ’ εκείνη την εποχή, που όλα τα σπίτια της Αθήνας έμοιαζαν μ’ αυτά της Πλάκας. Τότε που είχα το δικό μου σπίτι. Που από τη βροχή με προστάτευαν τσιμέντο και κεραμίδια , όχι κουβέρτες κι εφημερίδες, και που κοιμόμουν πάνω σε στρώμα αντί για σανίδια.
Όταν έρχεται η ώρα να γυρίσω στη Σόλωνος, θυμίζω στον εαυτό μου να μη σταθεί στις παραπάνω αντιθέσεις . Σε κάθε βήμα, η Πλάκα απομακρύνεται και το μέτρημα ξαναγυρνά στο λογισμό μου: τριάντα επτά χειμώνες ζωντανός. Και ποιος ξέρει, την επόμενη φορά που θα περπατήσω στην Αρεοπαγίτου, ίσως τριανταεφτά ανάσες σταθούν αρκετές για να ξεφύγω.
Ίσως θυμηθώ και τ’ όνομά μου.